- βαβούρα
- η1. θόρυβος, οχλοβοή2. ζάλη, σύγχυση φρενών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαβούρα — η ο θόρυβος: Δεν ακούω καθαρά τι λες μέσα σε τόση βαβούρα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαβουρίζω — [βαβούρα] κάνω βαβούρα, θορυβώ … Dictionary of Greek
arababură — ARABABÚRĂ, arababuri, s.f. v. harababură. Trimis de gall, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 arababúră s.f. – Dezordine, încurcătură, scandal. – var. harababură, (h)alababură. tc. anababulla, sau ngr. ἀλλαμπάμπολλα, cu var. ἀναμπαμποῦλα şi ἀναμπουμποῦλα … Dicționar Român